|
воодушевлять, ободрять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воодушевлять? — εγκαρδιώνω как на (ново)греческом будет слово ободрять? — εγκαρδιώνω как с (ново)греческого переводится слово εγκαρδιώνω? — воодушевлять, ободрять — λυρικός — πετροφυής — συγκατανευτικός — ψαροκέφαλο — αδάπανος — αναδραστηριοποίηση — κουπαστή — ισοσταθμίζω — παφλασμός — θρομβολυτικό — σκανδάλη — αλληλοκαθορισμός — αναδιπλώνομαι — μεταλαμπαδεύω — ανικανοποίητος — συνδιοίκηση — τρελάρα — στρατηλάτης — σκαλμός — δασκαλισμός — βουλευτεια |
|||