|
(αόρ. αντικατάστησα, παθ. αόρ. αντικαταστάθηκα) 1) заменять, сменять; 2) замещать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заменять? — αντικατασταίνω как на (ново)греческом будет слово сменять? — αντικατασταίνω как на (ново)греческом будет слово замещать? — αντικατασταίνω как с (ново)греческого переводится слово αντικατασταίνω? — заменять, сменять, замещать — καθιστός — γυναικολόγος — παγκρεατίτιδα — ψωμί — φλεβοκομβικός — απούντο — επιμήνια — φελλόδρυς — ανεγγύητα — διαφημίζω — σφυρίδα — γέεννα — αυτοκυριαρχώ — υποκειμενικός — καπελλιέρα — τουλούμιασμα — ανάργαστος — ανημμένος — μεταχρωμάτιση — γλυκοκοιτάζω — φωταγωγός |
|||