Новогреческий словарь
αρμεχτής
αρμεχτ|ής
ο
доильщик, дояр
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
доильщик
? —
αρμεχτής
как на
(ново)греческом
будет слово
дояр
? —
αρμεχτής
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρμεχτής
? — доильщик, дояр
#
(ново)греческий словарь
—
μπολσεβικισμός
—
αφανίζω
—
σύγαμπρος
—
μεθοδισμός
—
φυσιολογικός
—
χρυσοκεντητής
—
εγκάτοικος
—
αχεριώνα
—
ταπητουργείον
—
λαγανόψωμο
—
ρωσικός
—
ετάκην
—
ενεχυριαστής
—
συνασπισμένος
—
τοματοπελτές
—
τσευδός
—
κυρτότητα
—
μαραμένος
—
λοξοκοίταγμα
—
πυγμαχώ
—
αστιγματικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω