|
το мат. номограмма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово номограмма? — νομογράφημα как с (ново)греческого переводится слово νομογράφημα? — номограмма — εύκρατος — παρομοιάζω — κλεμμένος — αγκωνωτός — χοντροπελεκώ — ουγγρικός — λουτρίς — αμπερομετρικός — θνησιμαίον — αλύμαντον — βοηλάτης — πίνγκ-πόνγκ — ωθητικός — καταντικρύ — απότις — δημοτελής — παραδοχή — νεφραλγία — συλλαβιστικός — ρυτίδωση — χειρουργικά |
|||