|
бессердечный, жестокий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бессердечный? — ασύμπονος как на (ново)греческом будет слово жестокий? — ασύμπονος как с (ново)греческого переводится слово ασύμπονος? — бессердечный, жестокий — ανθράκωση — ορυζοφάγος — αντισταθμιστικά — συγκληρονομία — αρχαιοπρεπής — πλαγνοφυλακή — φασκελιά — άνθι — χολόσκαση — αναμιμνήσκω — παραβγάζω — ενταφιάζω — εξασκώ — ευανθής — εξηκοντάκις — καταμόναχος — άζευτος — αποπληρωμή — παιδικός — αχνάδα — χεζού |
|||