Новогреческий словарь
δανειολήπτρια
δανειολήπτρια
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
δανειολήπτρια
? —
#
(ново)греческий словарь
—
συχωρνώ
—
καλαποδάς
—
παραπέταγμα
—
καπηλεύομαι
—
εγγλεζοπούλα
—
αποτελεσματικός
—
μάτιασμα
—
κειμηλιαρχείο
—
δυϊσμός
—
αναπόληση
—
ασκάθαρος
—
σπατουλαριστός
—
απόλυτος
—
επιπλοποιείο
—
αναθυμίαση
—
ρινόκερος
—
δεκαοκταετία
—
τελέσφορος
—
ακλόνηστος
—
κότσυφας
—
ταπεινώς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве