|
ο старый кот; === ο ~ τρυφερά ποντίκια ονειρεύεται — посл. [phrase]старому коту нежные мышки снятся [/phrase] (о похотливом старике) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово старый кот? — γερόγατος как с (ново)греческого переводится слово γερόγατος? — старый кот — μυοκτόνος — συκή — γιασεμάκι — λουσάρω — εσώτοτος — βρεσιδάκι — διδασκάλισσα — πλιάτσικο — έκτακτος — αξεσκάλιστος — αναμπαίχτης — ξενοκαρπία — κουντουράδικο — αβουλία — λεβητοηοιία — πετροβολώ — σιβυλλικά — αγλύτωτος — τάρα — καρούμπαλο — κουρεμένος |
|||