|
анат. луночный; ~ή πυόρροια — луночное гноетечение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово луночный? — φατνικός как с (ново)греческого переводится слово φατνικός? — луночный — ξεθεμέλιωμα — άύτοπλασια — καλοδουλεμένος — υπίατρος — βιβλιομανία — κατέχω — κυανωτικός — πυριτιοκαλίωση — εμμηνοόπαυση — σφαντάζω — μαυρομάτης — φυσιογνωμιστής — κλεφτοφάναρο — σωματείο — μελιτριόζη — μαγνητόφωνο — επτάκις — μπλοκάρισμα — ανηθόλη — αγκωνή — βυσσινύ |
|||