|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ουροδόχη? — — αναχωματικός — γιοφύρι — εντάμωση — φυσεκλίκι — στρούμπος — διατρέχοντα — Αιγύπτιος — βαφτιστής — δικινητήριο — ευκολογύριστος — χαρτώνω — ρέκασμα — κρόταφος — δυσλεξία — τοπομαχώ — απολεπιδούμαι — λεκτικός — κοπρίτισσα — ζοφούμαι — ασημοκλαίω — πέταγμα |
|||