|
латинский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово латинский? — λατινικός как с (ново)греческого переводится слово λατινικός? — латинский — σείσιμο — αρχιεργάτης — τραυματίζω — χορείος — δρομαίος — πυρωμένος — αλευροποιείον — διάπριστος — λαθραναγνώστης — δοθιήνωση — θριαμβευτικός — μαργαρίτης — απολίτιστος — εναπομένω — χαρακτηριστικά — εξευμενιστικός — διεξοδικότητα — ωριόπλουμος — εξωστήρας — γούλα — γαϊδουρίσιος |
|||