πυκνόμετρο

формы словаβ
πυκνόμετρο
το физ. пикнометр



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово пикнометр? — πυκνόμετρο
как с (ново)греческого переводится слово πυκνόμετρο? — пикнометр


γυψέλιπλινθοκεραμοποιόςερρέτωανομοιότηταεύχομαιπροορώανολοκλήρωτοςματαίωσηκατοικίζωαστειεύομαιπρωκτικόςαγωγιάτισσαζωϊκότητααστακοουράαποχωρητήριοδιεκπεραιωτήςαποθωρακίζωαγέννητοςγοργάημερονύκτιονιόβλαστος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit