|
το физ. пикнометр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пикнометр? — πυκνόμετρο как с (ново)греческого переводится слово πυκνόμετρο? — пикнометр — γυψέλι — πλινθοκεραμοποιός — ερρέτω — ανομοιότητα — εύχομαι — προορώ — ανολοκλήρωτος — ματαίωση — κατοικίζω — αστειεύομαι — πρωκτικός — αγωγιάτισσα — ζωϊκότητα — αστακοουρά — αποχωρητήριο — διεκπεραιωτής — αποθωρακίζω — αγέννητος — γοργά — ημερονύκτιο — νιόβλαστος |
|||