|
ο полевой сторож #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полевой сторож? — αγροφύλαξ как с (ново)греческого переводится слово αγροφύλαξ? — полевой сторож — αυτονομία — γαλειουρίζω — βισμουθισμός — αποχαρβάλωμα — ιχθυολιμένας — δαρβινισμός — ανουρία — ενθέτω — γαλέος — τόμου — μεγαλόπολη — αισθητοποιητικός — πλεονεχτώ — χιλιμιντράω — συγκεντρωτισμός — βουλιάχτρα — μικροτηλέφωνο — προεκλογικός — αποποιούμαι — κυπραίικος — κρησαρίζω |
|||