|
более, больше; ~ πλούσιος — более богатый, богаче; ~ από κάθε φορά — [phrase]больше, чем когда-л.[/phrase]; ~ απ' ότι χρειάζεται — больше(__,__) чем нужно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово более? — περισσότερο как на (ново)греческом будет слово больше? — περισσότερο как с (ново)греческого переводится слово περισσότερο? — более, больше — ευμορφοκαμωμένος — φετεινός — τεμαχηδόν — βραχύκορμος — καταχαλνάω — ψιάθινος — ατμοτουρμπίνα — στοιχειομετρία — δυστοπία — βουτυράδικο — δύσμοιρος — μύωπας — τεσσαρακοστός — συγγράφω — αποφασίζω — σφαιρικά — επιβεβαίωση — αυταπάτη — μονολιθικότητο — ειδολογικός — παιδισμός |
|||