περισσότερο

формы словаβ
περισσότερο
более, больше;
          ~ πλούσιος — более богатый, богаче;
          ~ από κάθε φορά — [phrase]больше, чем когда-л.[/phrase];
          ~ απ' ότι χρειάζεται — больше(__,__) чем нужно



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово более? — περισσότερο
как на (ново)греческом будет слово больше? — περισσότερο
как с (ново)греческого переводится слово περισσότερο? — более, больше


ευμορφοκαμωμένοςφετεινόςτεμαχηδόνβραχύκορμοςκαταχαλνάωψιάθινοςατμοτουρμπίναστοιχειομετρίαδυστοπίαβουτυράδικοδύσμοιροςμύωπαςτεσσαρακοστόςσυγγράφωαποφασίζωσφαιρικάεπιβεβαίωσηαυταπάτημονολιθικότητοειδολογικόςπαιδισμός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit