|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πευκάκι? — — σύρραξη — σφιχτοχέρης — μονήμερος — αμήτωρ — ζαρζαβατικό — οροδοτώ — αρβανιτουριά — βέβαιος — δυσμετακόμιστος — σίκαλη — βοητός — σβένω — ηθικολογικά — συμμέτοχος — βδελυγμία — φυτρώνω — βαθύσφαιρα — βληματόμετρο — απελπισμένα — ζωάρκεια — περιέρχομαι |
|||