|
полигр. дву(х)цветный [x:trans]двухцветный; двуцветный[/x:trans] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двухцветный? — διχρωμικός как на (ново)греческом будет слово двуцветный? — διχρωμικός как с (ново)греческого переводится слово διχρωμικός? — двухцветный, двуцветный — ευδοκία — ανάπιωμα — ξανακεντώ — αποσκορακισμός — σελασφόρος — πλανιέμαι — ακριδοπαθής — αυτοταπείνωση — κονσουμασιονίστ — κακομοιρούλης — φιλότιμος — εργασμένος — δικαιούχος — ανωδομία — πλακομούνι — κρυφοκοιτάζω — δεύτερα — στολαρχώ — ανώφελος — αμμοχάλικο — διαγωνίως |
|||