|
(αόρ. διεξέθλιψα) выжимать, выдавливать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выжимать? — διεκθλίβω как на (ново)греческом будет слово выдавливать? — διεκθλίβω как с (ново)греческого переводится слово διεκθλίβω? — выжимать, выдавливать — μισερώνω — ευδιάζω — πεπωρωμένος — αδιατήρητος — ισοφάριση — λεμφαγγείο — λιθοκοπία — διεκπνοή — βραδυτόκος — τριπλασιάζω — εγχύνω — πικάρω — διατριβογράφος — δροσοσταλιά — ιδιωματικό — αέτειος — προσκύνημα — αμαξιτός — αεροηλιόλουτρο — υπερδιέγερση — θνητός |
|||