|
δοτ. мн.ч. от η (устар.) #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ταίς? — — ενάμιλλος — νεογνολογία — χειρισμός — σημαίνω — σουπέ — ακομμάτιστος — απολιθωμένος — μυγοχάφτισσα — ανατολικά — υίόθετος — πλουμίζω — τζαμπατζής — αγκών — ροβίθι — αλληλοσεβασμός — βυζαχτής — εφταπλάσιος — οπίσω — υδατοποσία — ατριχία — δόμνα |
|||