Новогреческий словарь
πρωτευουσιάνα
πρωτευουσιάνα
η
жительница столицы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
жительница столицы
? —
πρωτευουσιάνα
как с
(ново)греческого
переводится слово
πρωτευουσιάνα
? — жительница столицы
#
(ново)греческий словарь
—
σακκίδιο
—
εκατονταετηρίδα
—
αδικεύω
—
προδικάζω
—
ανάρριχτος
—
κλωτσοπατάω
—
χρησιμοποιημένος
—
κούκος
—
κάτοχος
—
αζούπιστος
—
σταυρικός
—
αγριογούρουνο
—
ονομαστικά
—
αποπάτηση
—
εξέστην
—
αποφυάδα
—
νυχτοπαρωρίτρα
—
αγροτεμάχιο
—
σαγόνι
—
αναμιμνήσκω
—
γαργιάρισσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве