|
консервная банка #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κονσερβοκούτι? — — καρφίτσωμα — πάππος — γκόλφι — τουρκεύω — ντελίριο — λιποναύτης — διαλυτικά — τροχιστικά — τρομπέτα — ρατσιστικός — ξαναδίδω — γλεντοκόπι — δεσμά — δρύ — χηνήσιος — ισχυρότερος — τρύπηση — βουτυροπώλης — ανακολλώ — πετεινοκαύκαλος — επιτιμητικός |
|||