|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κενολόγος? — — διάσφιγξη — επιτατικός — ιαβέρειος — κολόβωση — γνωστοποιώ — απαξία — πισωκέντης — χορηγικός — Καναδή — ιδεοληψία — κολβερτισμός — αιμοδυναμικός — παραφόρτωμα — εμπίεζω — διάολος — σιδερένιος — συμμαχήτρια — δυσκατάληπτος — διασφήνωση — εντάφιος — κολνάω |
|||