|
снижаться (о цене) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снижаться? — εκπίπτομαι как с (ново)греческого переводится слово εκπίπτομαι? — снижаться — λεπτομερώς — καψίδι — αλογοπάζαρο — αμούδιαστος — χειραγωγία — φωτοσκίαση — ανυφαντός — βιτριόλι — λίθος — διδυμοτοκία — ένεμα — φανφαρονισμός — συνεχώς — ψιάθινος — αντιπολιτικός — λιχούδης — κοττόπιττα — αφηγηματικός — αμβλύνοια — εμψυχωτικά — μεταδόσιμος |
|||