|
1) глубже; 2) внутри; внутрь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глубже? — εσώτερον как на (ново)греческом будет слово внутри? — εσώτερον как на (ново)греческом будет слово внутрь? — εσώτερον как с (ново)греческого переводится слово εσώτερον? — глубже, внутри, внутрь — επετεύχθην — στρήβω — σπλαχνότητα — αμετάβατος — θημωνιάζω — εξαγριωτνκός — προπαίδεια — μελισσουργείον — ιερολοχίτης — αναγκαίο — ιδεοκράτης — ξεγαντζώνομαι — ασφυρηλάτητος — τεχαδνογνωσία — εμπορομπακάλης — ζαχαροποιός — περιήλιος — υφάλμυρος — νοθεία — ταμιευτικός — ποδοπάνι |
|||