Новогреческий словарь
εσώτερον
εσώτερον
1)
глубже
;
2)
внутри; внутрь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
глубже
? —
εσώτερον
как на
(ново)греческом
будет слово
внутри
? —
εσώτερον
как на
(ново)греческом
будет слово
внутрь
? —
εσώτερον
как с
(ново)греческого
переводится слово
εσώτερον
? — глубже, внутри, внутрь
#
(ново)греческий словарь
—
μιασματικότητα
—
ακατασίγητος
—
εκτυλωτικός
—
πολυζήτητος
—
παρεισαγωγή
—
φαλάγγι
—
ξεμυστήρεμα
—
μεταπουλώ
—
διάρθρωση
—
δράκαινα
—
γραφειοκράτισσα
—
φλαουτίστας
—
ιδιόχρωμος
—
αδερφόπουστας
—
οδοποιία
—
υπάκουα
—
αχερώνα
—
μεταξουργία
—
βαργεστίζω
—
κουτσαβάκισσα
—
μνημοτεχνική
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,