|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρμίρισσα? — — κοσμοπλάστης — βάκτρο — ακίνδυνος — μαχαιροποιός — νεροφάγωμα — κλαίουσα — αντιμεταδίδω — ξανάφτω — γοητεία — χλωροκούκκια — επιτάφιος — γκρέκι — μεροληπτικός — ταπεινός — τηλεφωτογράφημα — αυτεμβόλιο — καυκάσιος — γαλοκτούχος — γκοριτσιά — μολόχα — ασπλαχνιά |
|||