καρμίρισσα

формы словаβ
καρμίρισσα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово καρμίρισσα? —


κοσμοπλάστηςβάκτροακίνδυνοςμαχαιροποιόςνεροφάγωμακλαίουσααντιμεταδίδωξανάφτωγοητείαχλωροκούκκιαεπιτάφιοςγκρέκιμεροληπτικόςταπεινόςτηλεφωτογράφημααυτεμβόλιοκαυκάσιοςγαλοκτούχοςγκοριτσιάμολόχαασπλαχνιά




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit