Новогреческий словарь
τριπληγία
τριπληγία
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
τριπληγία
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ενδεικτικός
—
μπανιστηρτζής
—
οσοσδήποτε
—
υποδαυλίζοντας
—
κώδικας
—
ερεθιστικά
—
κλειδαμπαρωμένος
—
επιχειρηματικός
—
ωόν
—
μονόπλευρα
—
διώχνω
—
αναισθητικός
—
κατασπάζω
—
πολιτοφύλακας
—
έφεδρος
—
υπνιάρα
—
χλίψη
—
χοντρόκωλος
—
μπότι
—
ανθυπνωτικός
—
αχνόφεγγο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве