Новогреческий словарь
ελευθερία
ελευθερία
η 1) в разн. знач.
свобода
;
~ σκέψεως (συνειδήσεως) — свобода мысли (совести)
;
~ γνώμης — свобода высказываний
;
~ τού τύπου (τού λόγου) — свобода печати (слова)
;
πολιτικές ~ες — гражданские свободы
;
~ τής βουλήσεως — свобода воли
;
~ τού ατόμου — свобода личности
;
αστική ~ — гражданские права
;
~ του συνέρχεσθαι — свобода собраний (объединений)
;
έχω πλήρη ~ ενεργείας (δράσεως) — иметь полную свободу действий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
свобода
? —
ελευθερία
как с
(ново)греческого
переводится слово
ελευθερία
? — свобода
#
(ново)греческий словарь
—
μαραγκούδικο
—
δεσποινιδούλα
—
μισοξαπλώνομαι
—
ατμοστρόβιλος
—
αργεντίνικος
—
Κυπρία
—
ολκόμετρο
—
ψιλογράφος
—
ξεκλήρισμα
—
υπερωρία
—
αλέτρι
—
ονειροκρίτης
—
χαμαλιάτικα
—
αιωνίως
—
πλάστιγγα
—
ιαβέρειος
—
αβολιά
—
αξάπλωτος
—
απεκδύομαι
—
περίγελος
—
υποβρύχιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве