|
ослепительно белый, снежно-белый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ослепительно белый? — έκλευκος как на (ново)греческом будет слово снежно-белый? — έκλευκος как с (ново)греческого переводится слово έκλευκος? — ослепительно белый, снежно-белый — τρείς — δεσποτικά — επιμελητής — βουτυράτος — κείμαι — πετρελαιοπαραγωγή — αγωγιαστήριο — γυψουργία — αηδόνι — αφύδρανση — θάλλω — ούτος — αυτοχειριασμός — στερεογραφόμετρο — αμφίλογος — ανησυχαστικός — χαρτοπαικτώ — άφεση — υδροκέφαλος — γύλος — ψοχρόαιμος |
|||