Новогреческий словарь
συνηλικιώτης
συνηλικιώτης
ο
ровесник, сверстник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ровесник
? —
συνηλικιώτης
как на
(ново)греческом
будет слово
сверстник
? —
συνηλικιώτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνηλικιώτης
? — ровесник, сверстник
#
(ново)греческий словарь
—
προσδιορισμένος
—
απάλιωτος
—
κανίστρι
—
καλλιγραφικός
—
αγουρόλαδο
—
εξυμνητικός
—
πασπατευτός
—
γενάκι
—
υψηλό
—
ξύνω
—
λυρισμός
—
άροτρον
—
ολοφύρομαι
—
επιγλωττίδα
—
κάτοικος
—
χυμευτικός
—
κρατημός
—
κοντούλα
—
αυθαιμοθεραπεία
—
τροχιοδείκτης
—
υφασματεμπόριο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве