Новогреческий словарь
κρατητός
κρατητός
держащийся
;
περπατάνε ~οί από τά χέρια — [phrase]они идут, взявшись за руки[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
держащийся
? —
κρατητός
как с
(ново)греческого
переводится слово
κρατητός
? — держащийся
#
(ново)греческий словарь
—
εκχέρσωση
—
ενδεχόμενο
—
ξυπολυσιά
—
τρελάρας
—
μπανιαρισμένος
—
πτύω
—
χείριστος
—
αξεφύλλιαστος
—
μπούστος
—
κουτσοδόντα
—
υποτροπικός
—
νάνος
—
ατέντωτος
—
δέστρα
—
ύψωμα
—
επινεφριδικός
—
αφηρημένο
—
στρογγυλούτσικος
—
συγκαλώ
—
καπέλλο
—
αναμερίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве