|
το вырубка, вырубленное место #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вырубка? — υλοτόμιο как на (ново)греческом будет слово вырубленное место? — υλοτόμιο как с (ново)греческого переводится слово υλοτόμιο? — вырубка, вырубленное место — ηγούμαι — εμποδίστρια — νευραλγία — συλφίδα — προκηρήττω — μαυροσίταρο — σοβιετισμός — διαμαντοχρώματα — φίλευμα — ντόγα — τσαρούχι — αμακατζής — απανεμιάζω — απρόβλεπτος — γιούσουρο — τετρα- — ολομέταξος — προστατεκτομία — αργοπάτητα — αναβόηση — μεταχείριση |
|||