|
η глупость, бессмыслица; κάνω (λέγω) ~ίες — делать (говорить) глупости #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глупость? — ανοησία как на (ново)греческом будет слово бессмыслица? — ανοησία как с (ново)греческого переводится слово ανοησία? — глупость, бессмыслица — κλιβανεύς — πρωτοκόλληση — συνιδιοκτησία — μπούρτζι — βεζιρεία — κουράνης — έγκληση — ασημόσκονη — ακούσιος — ταμπακοθήκη — ανεξεταστέος — φράξια — σκυλοπόταμος — μηχανέλαιο — εγκωμιαστικός — δροσιά — ατνώς — ετεροπολικός — μεγαλόπνευστος — οψαργάς — γραμμογραφώ |
|||