Новогреческий словарь
ανασκελώνομαι
ανασκελώνομαι
1)
лежать на спине
;
2)
падать навзничь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лежать на спине
? —
ανασκελώνομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
падать навзничь
? —
ανασκελώνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανασκελώνομαι
? — лежать на спине, падать навзничь
#
(ново)греческий словарь
—
ξεφτιλίζω
—
γεωγραφία
—
σταφυλόκοκκος
—
χλωροφυλλόκοκκος
—
γυμνόσκελος
—
οξυγόνωση
—
ευρυμάθεια
—
καλωσυνεύω
—
απεργασία
—
φορεματάκι
—
παμψυχισμός
—
μικροσκόπιο
—
ιστιοράπτης
—
ποδοσφαιριστής
—
ανεπικερδής
—
φρύδι
—
περιφέρεια
—
καταληκτικός
—
κομπλιμέντο
—
φριμαγμός
—
αλατόλοκκος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве