|
το стон, вздох #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стон? — γογγυτό как на (ново)греческом будет слово вздох? — γογγυτό как с (ново)греческого переводится слово γογγυτό? — стон, вздох — κάτουρλο — αγορασμένος — αντιμωλία — σιδηρομεταλλουργία — είσπλους — ημιάνοικτος — φόρεμα — ανακομίζω — αλάκητος — μηδικός — επιστύλιο — πεταλουδίτσα — ψητός — πεζικός — ισχιαλγία — σταλίστρα — σκοτάδι — τύραννος — γκαϊδίζω — ανεμορραγία — σαγρές |
|||