|
двухэтажный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двухэтажный? — διώροφος как с (ново)греческого переводится слово διώροφος? — двухэтажный — χωρατά — λιποαιμία — ολισθηρός — αιμοσφαίριο — σύγκλιση — ψαρολογώ — αντιστένομαι — αποδελτίωση — νικοτινίζω — ξυλοδεσία — κατάγω — παρθένα — καθαρτήρας — εναποταμιεύω — σκυρόδεση — κανναβίσιος — τσινάω — διθύραμβο — κάμαρη — γενναιόδωρος — κακίζω |
|||