|
километровый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово километровый? — χιλιομετρικός как с (ново)греческого переводится слово χιλιομετρικός? — километровый — συνεσταλμένα — γιωμένος — κακόφτειαχτος — ουρώ — άρπομαι — νεόπλασμα — καταλύω — σχοινόπλεκτος — ανάρχιστος — λουτρολόγος — υδροδυναμικά — υλικός — προσωπικότητα — απορροφώ — αναισθητίζω — κομπλέ — λυμεών — απύρι — σωρεία — σελιδοποίηση — αλτρουιστικός |
|||