|
ο каменистая местность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово каменистая местность? — πετρότοπος как с (ново)греческого переводится слово πετρότοπος? — каменистая местность — παραγεράζω — αξεμύτιστος — γοργοπερνάω — εποστρακίζω — αντάμειψη — σκληροπυρηνικός — αυθύπαρκτος — Κατοχή — χτενίζω — αναμερίζω — κομπλιμεντάρω — αντίστυλο — ανοικοκύρευτα — πετάλωμα — σχεδιοποιημένος — κοιτωνίσκος — εναυσματικός — ψυχοσώστρα — εμποροπλοίαρχος — αυτογεννώμαι — αποχαιρετιστήριος |
|||