|
1) наблюдательный (о человеке); 2) укоризненный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наблюдательный? — παρατηρητικός как на (ново)греческом будет слово укоризненный? — παρατηρητικός как с (ново)греческого переводится слово παρατηρητικός? — наблюдательный, укоризненный — ανάκλιση — ξηραίνω — ανακολουθία — απόγειο — ουδαμόθεν — στυφτικός — απροσφώνητος — όμοιος — αστοτσιφλικάδικος — αδιάφθορος — μεσοφωνηεντικός — προβάτειος — κοτσανάτος — λουλουδάτος — δυσφημιστικός — λογχομαχία — κρούσταλλο — ηρεμιστικός — ξεσαβουριάζω — ρεζεδάς — τρίπλευρος |
|||