|
το новорождённый (ребёнок) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово новорождённый? — νεογέννητο как с (ново)греческого переводится слово νεογέννητο? — новорождённый — κοντροπλακέ — ανεμοδούρα — γνοιάζει — απονεκρωμένος — συνοψίζω — φουρκίζομαι — Αγαθόβουλος — φυλλοξήρα — φωτοχημικός — μιλάω — βουβός — ασυγχρόνιστος — διατιμητής — νησιώτισσα — ίκτερος — διλετταντισμός — χυλοποίηση — εγκωμιογράφος — προκομμένος — πίτερο — αλληλεξαρτώμαι |
|||