|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σπόνσορας? — — διασκορπιστός — αγιοποίηση — φωνητική — αζηλότυπος — επαρχείο — ιδιωφελής — υλοτομικός — εικονιστικός — επόπτρια — επιφύομαι — γελόκλαμα — συνδιάγω — μηκηθμός — ανεξόπλιστος — απόσωσμα — θετικίστρια — κανονιοβολώ — αχερώνας — πρόσθετος — μεσόπλευρος — αγόρασμα |
|||