|
η монополизация; η ~ τής αγοράς (τής παραγωγής) — монополизация рынка (производства) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монополизация? — μονοπώληση как с (ново)греческого переводится слово μονοπώληση? — монополизация — αλβανόπνευστος — μικροφιλότιμος — δύση — τάνάποδα — άμαχη — προπάτορας — εξαπλασίασμός — σφυροκόπημα — δίδαγμα — μαργαρίτα — αποσύρω — εξωσχολικός — οψικευόμενος — ρόδινος — χεροκρατιούμαι — χαϊδεύομαι — αναβαθμίδα — ρωμιοσύνη — βοηθητικά — αναπολητικός — κολοκύθα |
|||