μονοπώληση

формы словаβ
μονοπώληση
η монополизация;
          η ~ τής αγοράς (τής παραγωγής) — монополизация рынка (производства)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово монополизация? — μονοπώληση
как с (ново)греческого переводится слово μονοπώληση? — монополизация


αλβανόπνευστοςμικροφιλότιμοςδύσητάνάποδαάμαχηπροπάτοραςεξαπλασίασμόςσφυροκόπημαδίδαγμαμαργαρίτααποσύρωεξωσχολικόςοψικευόμενοςρόδινοςχεροκρατιούμαιχαϊδεύομαιαναβαθμίδαρωμιοσύνηβοηθητικάαναπολητικόςκολοκύθα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit