|
αόρ. от κρεμώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εκρέμασα? — — τσιγγέλι — αεροφίλημα — σκεπτικισμός — ρεαλίστρια — ορθοφωνία — σιταρόψειρα — ανθόσταγμα — φεύγας — καμουτσικίζω — άμοχθος — ολιγοκτήμων — αρχοντοχωριάτισσα — τσίκνισμα — γερά — ενοικιάστρια — σηματοδότηση — φραγκοκλησιά — σιδεράς — νοήμων — εμβύθιση — ανταλλακτικό |
|||