|
ο кляссер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кляссер? — κλασσέρ как с (ново)греческого переводится слово κλασσέρ? — кляссер — τιτλοφόρο — ηθικοδιδάσκαλος — λαναράς — καθυστερημένα — αλουποτόμαρο — ενορία — σκιαγραφία — γδυτός — ψεμματούρης — χαρτόμουτρο — αποϋφαίνω — απομονωμένος — ακόσσιστος — αναπλέω — φυλλοβολώ — πλαστοπροσωπώ — ασπρολούλουδο — εξεταστικός — πολυθεϊκός — ξυλεία — μέγιστος |
|||