|
η ванна #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ванна? — μπανιέρα как с (ново)греческого переводится слово μπανιέρα? — ванна — μυστικισμός — αστρέβλωτος — λεμφοκύτταρο — σωματώδης — μπέρι-μπέρι — απροτίμητος — κριτική — αετίσιος — συνιδιοκτήτης — καταπνίγω — ακροφιλότιμος — σοφολογιώτατος — ακαδημία — σινάφι — τερετισμός — σοκάρω — αναδιανομή — αρθριτισμός — κολοφώνας — ρωμαϊστί — καλοσυσταίνω |
|||