μπανιέρα

формы словаβ
μπανιέρα
η ванна



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово ванна? — μπανιέρα
как с (ново)греческого переводится слово μπανιέρα? — ванна


μυστικισμόςαστρέβλωτοςλεμφοκύτταροσωματώδηςμπέρι-μπέριαπροτίμητοςκριτικήαετίσιοςσυνιδιοκτήτηςκαταπνίγωακροφιλότιμοςσοφολογιώτατοςακαδημίασινάφιτερετισμόςσοκάρωαναδιανομήαρθριτισμόςκολοφώναςρωμαϊστίκαλοσυσταίνω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit