|
ο петля (дверная, оконная) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово петля? — ρεζές как с (ново)греческого переводится слово ρεζές? — петля — άθυρμα — ενδέκατο — δόμος — θέσεις-κλειδιά — τρωγλοδυχώ — απολύομαι — σεληνοτροπισμός — μακρομικρόμετρον — βάιαλλος — βουλω — κατατομή — απέκει — ελκυστικότητα — κλώζω — βορβορώδης — γαϊτανοφρύδης — Γύφτος — μανάρι — ταχινός — επιγλωττίδα — καλαφάτης |
|||