|
длинноногий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово длинноногий? — μακροπόδαρος как с (ново)греческого переводится слово μακροπόδαρος? — длинноногий — κηρόπανο — ὠτακουστέω — συγγένισσα — συλλειτουργώ — κύκλος — ανά — ακροσίδηρος — πολυώνυμο — ανεφάντης — οικοπεδικός — συνεργός — δυσπαρατήρητος — βουκέντρα — πηγεμός — γαλατερός — στερέωμα — θράσος — επινίκιος — αλευρούχος — κλαψιάρα — φαλαινάκι |
|||