Новогреческий словарь
γκανιότα
γκανιότα
η карт.
часть выигрыша
(идущая в пользу хозяина игорного дома)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
часть выигрыша
? —
γκανιότα
как с
(ново)греческого
переводится слово
γκανιότα
? — часть выигрыша
#
(ново)греческий словарь
—
κρασοπουλειό
—
συχνότητα
—
κάμποσος
—
αμιγώς
—
κιρίσια
—
επιθυμιάρης
—
αγάντζωτος
—
μαίνομαι
—
σεχταρίστρια
—
ευκαρπία
—
ανεμότζαμο
—
αστυνόμος
—
μεγαλοποίηση
—
οικογενειακώς
—
γύφτισσα
—
παλληκαρωσύνη
—
δαυκί
—
ανώμοτος
—
αχθοφορικός
—
αφέντρα
—
ζωσμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,