|
η карт. часть выигрыша (идущая в пользу хозяина игорного дома) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово часть выигрыша? — γκανιότα как с (ново)греческого переводится слово γκανιότα? — часть выигрыша — πορνοβοσκία — καντηλέρης — μελάνουρος — γρουσούζης — φιλινάδα — κόσμος — σκουπιδιάρικος — ετεροπολικός — μισοκαλόκαιρο — εποικοδομητικός — ασυστόλως — άπαντον — ακριβαγοράζω — διιστάμενος — δεμάτωση — ναυτοδάνειο — λαδικό — κρυστάλλινος — ελεφαντόδετος — καβουράκι — αμμοχαλικοστρωμένος |
|||