|
αόρ. от διαπυνθάνομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διεπυθόμην? — — βερνίκι — διπλωτικός — βαμβακάκι — γαργάλισμός — ειδοποίηση — εκφαυλισμός — δισχιδής — κοντός — ηχοβολίζω — αξεφούρνιστος — βάσανο — αρχαιοπρεπής — κακολογία — δεφτέρι — παλιόκορμο — Κυπραία — χονδρύνο — ογδοηκονταετηρίδα — προτεσταντικός — παρογνωρίζω — ορθοδοντικός |
|||