Новогреческий словарь
αεικύμαντος
αεικύμαντ|ος
бурный, неспокойный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бурный
? —
αεικύμαντος
как на
(ново)греческом
будет слово
неспокойный
? —
αεικύμαντος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αεικύμαντος
? — бурный, неспокойный
#
(ново)греческий словарь
—
ζενιθιακός
—
προδόρπιον
—
κοινοβουλευτισμός
—
γριλλιαστός
—
αρχαιοπαράδοτος
—
τρεμοσβήνω
—
υπομισθωτής
—
φαρυγγόσπασμος
—
ξενυχτάω
—
απερδούκλωτος
—
αποδυνάμωμα
—
παμβαλκανικός
—
γινόμενος
—
δεκεμβριανά
—
εξέθηκα
—
καθείς
—
πορτιέρης
—
ετεροκίνητος
—
ψιχαλιστός
—
διαπαιδαγώγηση
—
αεριοταμιευτήρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве