|
бурный, неспокойный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бурный? — αεικύμαντος как на (ново)греческом будет слово неспокойный? — αεικύμαντος как с (ново)греческого переводится слово αεικύμαντος? — бурный, неспокойный — ξεσβέρκιασμα — καταβίβαση — γυναικοκαυγάς — υπερδιεγερσιμότητα — σοφίτα — μαλακωσιά — θερμόαιμος — δωροδοκώ — μαζορέτα — τσουκνίδα — γεροπαράξενος — αδενολογία — φαντασμαγορία — πονόκοιλος — τοκάς — πήλινος — αντενάγω — βίαος — περηφάνεια — αναμπαίχτρα — αλύχτημα |
|||