|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανακουφίζομαι? — — ασκαρδαμυκτί — μητριαρχία — κλαγγή — διαφορεύω — διάγλυπτος — εναερίως — ντορβάς — παρθεναγωγείο — ανοικοκύρευτα — στασίασμός — δακρυϊκός — καλοτυχία — αφυδάτωση — κωμωδία — ακρύσταλλος — βοηθημένος — πωγωνάτος — εξασθενητής — απογυναικώνομαι — ενάργυρος — αλατοποίηση |
|||