|
хрящевидный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хрящевидный? — χονδρώδης как с (ново)греческого переводится слово χονδρώδης? — хрящевидный — αμφίκοπος — ραπίζω — μονόξυλος — αποποιούμαι — αναντάλλαχτος — απόσταν — σοκολατίνα — εξαγορεύω — ενυπνίαση — μυριοστό — ντεμοντέ — μαξιλαροπόλεμος — ανέψι — σταφιδάμπελος — πτυκτός — παιχνιδιάρης — συμφυία — εκείθε — ξέπλεκος — αρχήθεν — υποδουλωτής |
|||