Новогреческий словарь
βδέλλα
βδέλλα
η 1)
пиявка
;
2) перен., разг.
прилипала
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пиявка
? —
βδέλλα
как на
(ново)греческом
будет слово
прилипала
? —
βδέλλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
βδέλλα
? — пиявка, прилипала
#
(ново)греческий словарь
—
ουροκυστίτιδα
—
κισμέτ
—
φαγάδικο
—
θεραπευτήριο
—
συρματοποιείο
—
λεμφαγγειίτιδα
—
σουλατσαδόρος
—
προσβλητικότητα
—
μεθοδικότητα
—
αρρίζωτος
—
παρεγκεφαλίδα
—
παρουσιαστής
—
ατμοστρόβιλος
—
αποστάτρια
—
χλωρυδρικός
—
ευχαριστήριο
—
γραίγος
—
ονομαστί
—
αντωθούμαι
—
μπασμάς
—
δανείζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве